- χιλιέτη
- χῑλιέτηςlasting a thousand yearsmasc voc sgχῑλιέτη , χιλιέτηςlasting a thousand yearsmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιλιετῆ — χῑλιετῆ , χιλιέτης lasting a thousand years masc/fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) χῑλιετῆ , χιλιέτης lasting a thousand years masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιλιετής — ές, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί χίλια έτη (α. «χιλιετής περίοδος» β. «χιλιετῆ τιμωρίαν», Ιάμβλ. γ. «περιόδῳ χιλιετεῑ», Πλάτ.) αρχ. αυτός που έχει ηλικία χιλίων ετών («περὶ δὲ τῶν χιλιετῶν Ὑπερβορέων τὰ αὐτὰ λέγει», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * +… … Dictionary of Greek
Βαλκανική χερσόνησος — Είναι η ανατολικότερη από τις τρεις ευρωπαϊκές χερσονήσους που βρέχονται από τη Μεσόγειο. Τα όριά της είναι μερικώς ακαθόριστα, επειδή δεν υπάρχει ένα σαφές διαχωριστικό φράγμα στα βόρειά της, όπου συνδέεται σε μήκος περίπου 1.200 χλμ. με τον… … Dictionary of Greek
Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… … Dictionary of Greek